τάγμα

τάγμα
Το μεγαλύτερο τακτικό τμήμα του συντάγματος ή της ταξιαρχίας. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονταν τον 14o-15o αι. τα τμήματα του πεζικού ή του ιππικού, που ήταν διατεταγμένα κατά τετράγωνα και σε ορισμένη απόσταση μεταξύ τους. Η εξέλιξη της πολεμικής βιομηχανίας και της τεχνικής υπαγόρευσαν τη δημιουργία τ. αρμάτων μάχης, αλεξιπτωτιστών, σκαπανέων, μοτοσικλετιστών, διαβιβάσεων κλπ. Η αριθμητική δύναμη του τ. ποικίλλει από χώρα σε χώρα. Άρματα μάχης, εξοπλισμός, οργάνωση αποτελούν τα χαρακτηριστικά των ταγμάτων στρατού (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, ΝΜΑ [τάσσω]
νεοελλ.
1. στρ. η βασική μονάδα τού στρατού ξηράς, οικονομικά και διοικητικά ανεξάρτητη, η οποία αποτελείται από τρεις κύριους λόχους με ομοιόμορφο οπλισμό και έναν λόχο διοίκησης
2. εκκλ. μοναχική αδελφότητα τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας διακηρυγμένος σκοπός τής οποίας είναι η διάδοση τού χριστιανισμού, η καταπολέμηση τών αιρετικών, η οργάνωση τής εκπαίδευσης και τής κοινωνικής πρόνοιας («το τάγμα τών Ιησουιτών»)
3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη ενός κοινού σκοπού («ιπποτικό τάγμα»)
4. το σύνολο τών ανθρώπων που έχουν τιμηθεί με το ίδιο παράσημο
5. συνεκδ. το ίδιο το παράσημο
6. φρ. α) «ιερατικό τάγμα» — το σύνολο τών κληρικών
β) «τάγματα ασφαλείας» — ονομασία με την οποία αναφέρονται χωρίς διάκριση ένοπλα σώματα που συγκροτήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής και από Έλληνες συνεργάτες τους και επανδρώθηκαν από Έλληνες
μσν.
ευλάβεια, ευσέβεια, αφοσίωση
μσν.-αρχ.
ιερή ή επίσημη υπόσχεση, όρκος
αρχ.
1. πρόσταγμα, διαταγή («δίκαιον νόμου τάγμα ποιητικὸν δικαιοσύνης», Πλάτ.)
2. καθορισμένος φόρος
3. στρατιωτικό σώμα
4. λεγεώνα
5. βαθμός, αξίωμα, τάξη
6. λειτούργημα
7. διάταξη («τίς ὁ τρόπος τοῡ τάγματος;», Σοφ.)
8. κατάσταση («φύσεως τάγμα ἔχειν», Επίκ.)
9. απαρτία
10. (στις Σάρδεις) λέσχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τάγμα — ordinance neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγμα — το, ατος 1. στρατιωτική μονάδα (μεταξύ λόχου και συντάγματος) που αποτελείται από 3 4 λόχους. 2. οργάνωση μοναχών που ζουν με τους ίδιους κανόνες και με ενιαία διοίκηση: Τάγμα Ιησουιτών, Ιωαννιτών. 3. σύνολο ανθρώπων αφοσιωμένων στην επιδίωξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τευτονικό τάγμα — Στρατιωτικό και θρησκευτικό τάγμα ιπποτών, που ιδρύθηκε στους Aγίους Τόπους από Γερμανούς προσκυνητές εγκατεστημένους στην Ιερουσαλήμ. Αρχικά ήταν φιλανθρωπικό τάγμα, που ιδρύθηκε από εμπόρους (1190), αργότερα όμως μετατράπηκε σε στρατιωτικό από… …   Dictionary of Greek

  • Αβίζ, Τάγμα της- — Πορτογαλικό θρησκευτικό ιπποτικό τάγμα. Ιδρύθηκε το 1147 για να αντιμετωπίσει την προέλαση των Μαυριτανών στην Ιβηρική. Οφείλει το όνομά του στο οχυρό Α. (σήμερα ομώνυμη κωμόπολη της κεντρικής Πορτογαλίας), που παραχώρησε o βασιλιάς Αλφόνσος Α’… …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Ιωάννη, Τάγμα των ιπποτών — Ονομασία ιπποτικού τάγματος που ιδρύθηκε τον Μεσαίωνα. Λέγονται και Ιωαννίτες ιππότες. Βλ. λ. Μάλτας, τάγμα των ιπποτών της …   Dictionary of Greek

  • Μάλτας, τάγμα ιπποτών της — Βλ. λ. Ιωαννίτες ιππότες …   Dictionary of Greek

  • ταγμάτοιν — τάγμα ordinance neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταγμάτων — τάγμα ordinance neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγμασι — τάγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάγμασιν — τάγμα ordinance neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”